- μάλαγμα
- το (AM μάλαγμα) [μαλάσσω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαλάζω, η μάλαξη, το μαλάκωμανεοελλ.πλέγμα από σχοινιά που κρέμεται στα πλάγια μέρη τού πλοίου για να εμποδίζει τις ζημιές που μπορούν να προκληθούν από πρόσκρουση σε άλλα πλοία ή στις προβλήτεςμσν.1. κατεργασμένο μέταλλο2. μάλαμαμσν.-αρχ.μαλακτικό φάρμακο, κατάπλασμααρχ.κάθε μαλακό σώμα που χρησιμεύει για να αμβλύνει και να εξουδετερώνει τις προσκρούσεις με άλλο σώμα, ιδίως σάκος γεμάτος μαλλιά ή ράκη ή φρύγανα που χρησιμοποιούσαν οι πολιορκούμενοι για άμβλυνση τής δύναμης πολιορκητικής μηχανής.
Dictionary of Greek. 2013.